Όταν η Ιστορία είναι δίπλα μας..
Έφυγε μια μεγάλη κυρία, που με τη ζωή της, έδωσε μοναδικά για τον τόπο μας παραδείγματα ουσιαστικής ανθρώπινης προσφοράς. H Άννα Παπαδοπούλου, εγγονή της Πηνελόπης Δέλτα και της "Μάνας του Στρατιώτη" Άννας Μελά - Παπαδοπούλου.
« Από το τσιφλίκι των Ροβιών, στο ....τσιφλίκι των Αγγέλλων »
Στις Ροβιές, δίπλα απ’ το σπίτι που έζησε τα τελευταία χρόνια, συναντώ την οικογένειά της. Τα παιδιά της, την Αλεξάνδρα Βαλλή και τον Αντώνη Barrett, μαζί με τον πατέρα τους John Barrett, λίγες μέρες μετά την εκδημία της αγαπημένης τους.
«Η μητέρα μου Άννα Παπαδοπούλου», μας λέει η κόρη της Αλεξάνδρα, «γεννήθηκε στην Αθήνα στις 29 Αυγούστου του 1933. Ήταν το δεύτερο παιδί του Αντώνη και της Αλεξάνδρας Παπαδοπούλου. Ο πατέρας της είχε το τσιφλίκι των Ροβιών, που αγόρασε ο προ-προπάππος του Απόστολος Δούμας στα 1836. Αφιέρωσε τη ζωή του για να μετατρέψει τη πεδιάδα και τους γύρω λόφους, από «ρουμάνι» σε ελαιώνα, με την εργασία των κατοίκων της περιοχής. Ήταν γιος της «Μάννας του Στρατιώτη» Άννας Μελά – Παπαδοπούλου, αδελφής του Παύλου Μελά. Η μητέρα της, ήταν η τρίτη κόρη της Πηνελόπης και του Στέφανου Δέλτα.
Η μητέρα μου άρχισε το Δημοτικό σχολείο στις Ροβιές, όπου τελείωσε και την Α΄ τάξη. Είχε πολλές επαφές με τα παιδιά της ηλικίας της, γιατί στις σχολικές διακοπές ήταν πάντα στις Ροβιές, παρότι ζούσε στην Αθήνα, όπου και τελείωσε το 4τάξιο Δημοτικό Μακρή (σήμερα το ιδιωτικό σχολείο Ι.Μ.Παναγιωτόπουλου) και στη συνέχεια το 8τάξιο Αμερικανικό Κολλέγιο Θηλέων. Το 1955 σπουδάζει, αρχικά Ευρωπαϊκή Ιστορία στο Πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ και στη συνέχεια Οικονομικά στο London School of Economics. Εκεί γνώρισε τον μετέπειτα σύζυγό της John Barrett και πατέρα μας».
Ιδιαίτερα συγκινημένος παρεμβαίνει ευγενικά ο John Barrett και θυμάται την περίοδο που έφυγαν για μερικά χρόνια -αφού είχαν παντρευτεί- για την Αιθιοπία. Οι φωτογραφίες, από τη σχολή με τις συμφοιτήτριές της, από τον γάμο τους, από την Αιθιοπία που συνοδεύουν τη διήγηση, αναδύουν άρωμα εποχής και το κλίμα φορτίζεται συγκινησιακά.
Όμως αυτό δε διαρκεί πολύ. «Όταν επιστρέψαμε στην Αγγλία, στο Μπέρμιγχαμ, η Άννα, υπέφερε από νοσταλγία για τη χώρα της. Πήραμε Ελληνικό διαζύγιο -όχι Αγγλικό- και επέστρεψε στην Ελλάδα το καλοκαίρι του 1963».
«Εκείνη η περίοδος για την μητέρα μου είναι κατακλυσμιαία», συνεχίζει την διήγηση, η Αλεξάνδρα. «Ένα εξάμηνο αργότερα, τον Δεκέμβριο του 1963, πεθαίνει ο πατέρας της και, δεκατρείς μήνες αργότερα, ο μεγαλύτερος αδελφός της Απόστολος, από τα φυτοφάρμακα. Τότε δε γνώριζαν πόσο επικίνδυνα ήταν για την ανθρώπινη υγεία. Όταν η γιαγιά μου της διάβασε τη διαθήκη, η μητέρα μου ήταν τότε 33 χρονών. Με τα οικονομικά δεν είχε καμιά εμπειρία. Δεν ήταν προετοιμασμένη για κάτι τέτοιο, δεν το περίμενε, παρόλο που πάντα ο πατέρας της, της έδειχνε μεγάλη αδυναμία και της έδειχνε τα πάντα που αφορούσαν στο κτήμα. Η πρόθεσή του παππού μου ήταν να μοιραστεί η γη του κι όταν πέθανε άφησε στη μητέρα μου ένα μεγάλο φορτίο ευθύνης. Ένα τεράστιο κτήμα και μια τεράστια κοινωνική πίεση απάνω της. Ναι, κοινωνική πίεση!
Γιατί, όπως η ίδια μας είχε πει... «δεν μπορείς να μην αισθάνεσαι ότι ο άλλος σε εχθρεύεται και σε φθονεί, όταν του παίρνεις τη δουλειά από τα χέρια, όταν δεν τον αφήνεις να πάρει κλαρί, όταν το ημερομίσθιο που του δίνεις είναι ίσα -ίσα για να μπορέσει κάτι να φάει, ενώ εσύ πας στη Γαλλία, στην Ελβετία, στην Αγγλία. Είναι φοβερά μεγάλη η πίεση που νοιώθεις. Ειδικά εκείνη την εποχή της Κατοχής, που τα παιδάκια δεν είχανε να φάνε κι εμείς μιλάγαμε Γαλλικά στο τραπέζι».
«Η μητέρα μου», συνεχίζει γλαφυρά η Αλεξάνδρα, «μας είχε εκμυστηρευτεί ότι αισθανόταν από παιδί αυτή την ανισότητα και το βάρος, γιατί χαρακτηριστικά μας έλεγε ότι στα σπίτια των παιδιών -που έπαιζε ως παιδί- το πάτωμα είχε χώμα, ενώ στο δικό τους σπίτι χαλιά»
Η απόφαση της δωρεάς
Οι σκέψεις πολλές. Οι ευθύνες τεράστιες. Μια γυναίκα μόνη με δυο παιδιά και όμως! Δεν επέλεξε να πουλήσει την τεράστια περιουσία της και να ζει. Επέλεξε το δύσκολο δρόμο της συνείδησής της. Να εργαστεί και να προσφέρει. Να ακολουθήσει τα βαριά χνάρια των προγόνων της. Ο προπάππος της Εμμανουήλ Μπενάκης ήταν εθνικός ευεργέτης. Η γιαγιά της η Πηνελόπη Δέλτα -εκτός της συγγραφικής της δράσης- είχε κάνει μεγάλες δωρεές για τους πρόσφυγες της Μικρασιατικής Καταστροφής και πάντα την αφορούσαν τα εθνικά ζητήματα. Ο παππούς της Στέφανος Δέλτα συνέβαλε τα μέγιστα στην ίδρυση του Κολλεγίου Αρρένων. Αλλά κυρίως η γεμάτη αυτοθυσία ζωή και η δράση, ως εθελόντριας νοσοκόμας στα μέτωπα των Βαλκανικών πολέμων και της Μικρασιατικής εκστρατείας, της άλλης της γιαγιάς, Άννας Μελά -με την οποία ήταν πολύ συνδεδεμένη- είχαν σφραγίσει την ψυχή της.
Τώρα είχε έρθει η σειρά της.
Οι αγριότητες και τα μίση του Εμφυλίου επέδρασαν καθοριστικά επάνω της, καθώς στην τρυφερή ηλικία της εφηβείας ήταν αρκετά ώριμη, ώστε να καταλαβαίνει. Οι σπουδές της, αργότερα, έπαιξαν σημαντικό ρόλο επίσης στη διαμόρφωση των αντιλήψεών της. Αφ’ ενός η μεγάλη διαφορά της Αγγλίας με την κατεστραμμένη από τον πόλεμο Ελλάδα, όσον αφορά την κοινωνική πρόνοια και, αφετέρου, οι δεύτερες σπουδές της στα οικονομικά, την έκαναν να καταλάβει, ότι οι κοινωνικές και οικονομικές σχέσεις όντως μπορούν να αλλάξουν.
Το τσιφλίκι των 4.000 στρεμμάτων περιήλθε στην δικαιοδοσία της.
Τα χρόνια που ακολούθησαν πάλεψε για να σώσει το έργο του πατέρα της. Έμαθε τη δουλειά για τη καλλιέργεια και την εμπορία της ελιάς, όμως το είχε αποφασίσει, από την πρώτη στιγμή μόλις η μητέρα της, τους διάβασε τη διαθήκη... «Είχα όμως μείνει έκπληκτη.... Ήμουν εκτός πραγματικότητας. Περίμενα ότι η διαθήκη του πατέρα μου θα ήταν μόνο νουθεσίες. Βέβαια, ήταν και αυτό. Την άλλη μέρα, μετά την ανάγνωση της διαθήκης, ανέβηκα πάνω στη πλαγιά, στις «Κανάλες» που λένε, και έμεινα εκεί όλη την ημέρα και έκλαιγα. Όταν γύρισα πίσω το βράδυ, είχα πάρει την απόφαση μου. Αυτά που είχα θα τα μοίραζα στους ανθρώπους εδώ. Δεν ήξερα σε ποιους ακριβώς, ήξερα όμως ότι θα τα έδινα. Όταν πέθανε ο αδερφός μου, εγώ και η νύφη μου για ένα διάστημα, τα είχαμε χαμένα»... αναφέρει σε παλαιότερη συνέντευξή της στον Βαγγέλη Αλεξίου, τον Γιάννη Ανδριόλα και το συντονιστή καθηγητή Δημήτρη Μπαρσάκη.
Είχαν πέσει όλα μαζί. Το διαζύγιο και η επιστροφή στην Ελλάδα. Η ευθύνη της ανατροφής των παιδιών της, ο θάνατος του πατέρα της και του αδελφού της.
Πραγματικός κατακλυσμός. Τελικά στάθηκε όρθια, στο ύψος των περιστάσεων, αντάξια της ιστορίας των δικών της. Κατάφερε μέσα από πολλές δυσκολίες και έβαλε σε εφαρμογή τα πιστεύω της, για την κοινωνική δικαιοσύνη και, από το 1974 μέχρι το 1981, έκανε τη διανομή του μεγαλύτερου τμήματος της περιουσίας της, στους ίδιους τους εργάτες της γης της. Την ίδια χρονιά έγιναν και τα οριστικά συμβόλαια.
Το 1984 έκανε δωρεά στον Αγροτικό Συνεταιρισμό Ροβιών 3.700 στρέμματα δάσους. Από το 1994, μέχρι και την τελευταία της πνοή, έμενε σε ένα μικρό σπιτάκι, που ήταν υποστατικό, με υποδειγματική λιτότητα, λίγο έξω από τις Ροβιές. Αφιέρωσε τον εαυτό της σε έναν αθόρυβο, μα πολύ ουσιαστικό προσωπικό αγώνα, για την υπεράσπιση κοινωνικών και οικολογικών αξιών. Μέσα σε όλα αυτά, βρήκε χρόνο και μετέφερε σε ηλεκτρονική μορφή -δουλεύοντας υπομονετικά στον υπολογιστή της μέχρι το τέλος- τα ημερολόγια του πατέρα της Αντώνη Παπαδόπουλου και της γιαγιάς της Άννας Μελά. Μάλιστα, όπως μου είχε πει η ίδια, τον προηγούμενο Σεπτέμβριο που είχα την τύχη να τη γνωρίσω και να μιλήσω μαζί της, ήταν δύσκολη δουλειά, γιατί τα χειρόγραφα της γιαγιά της ήταν καλλιγραφικά μεν, αλλά δυσανάγνωστα.
Η κληρονομιά που άφησε στον πνευματικό κόσμο της χώρας ίσως είναι μεγαλύτερη και από τα κομμάτια της γης που χάρισε γενναιόδωρα στους κατοίκους των Ροβιών. Δικαίως ειπώθηκε ότι, «η Άννα Παπαδοπούλου σπούδασε Ιστορία, αλλά και έγραψε Ιστορία».
Έκλεισε τα μάτια της το απόγευμα της προηγούμενης Δευτέρας 2 Μαΐου, του τρέχοντος έτους 2011 και έφυγε για το …τσιφλίκι των Αγγέλων.